- κηδεύματα
- κήδευμαconnexionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήδευμα — κήδευμα, εύματος, τὸ (Α) [κηδεύω] 1. συγγένεια εξ αγχιστείας, εξ επιγαμίας («τόν δ ἐναντίως πεφυκότα ἐπὶ τἀναντία χρὴ κηδεύματα πορεύεσθαι», Πλάτ.) 2. (ποιητ.) κηδεστής* («ἄναξ, ἐμὸν κήδευμα, παῑ Μενοικέως», Σοφ.) … Dictionary of Greek